ατσιγάριστος

ατσιγάριστος
-η, -ο
1. (για φαγητά) αυτός που δεν τσιγαρίστηκε αρκετά
2. αυτός που δεν τυραννίστηκε, που δεν ταλαιπωρήθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατσιγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν τσιγαρίστηκε: Το κρεμμύδι ήταν ατσιγάριστο. 2. αυτός που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε στη ζωή: Ας ήταν να περνούσα και μια μέρα ατσιγάριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοκκίνιστος — ακοκκίνιστος, η, ο και ακοκκίνιγος, η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα: Εκείνο το Πάσχα κόκκινη μπογιά δεν υπήρχε, και τα αβγά έμειναν ακοκκίνιστα. 2. αυτός που δεν κοκκινίζει, ο αδιάντροπος: Όσα και να του λεγες δεν τον ένοιαζε· ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”